- τριαδικώς
- Αεπίρρ. βλ. τριαδικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριαδικῶς — τριαδικός of three adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαδικός — ή, ό / τριαδικός, ή, όν, ΝΜΑ [τριάς, άδος] 1. αυτός που αναφέρεται στην τριάδα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγία Τριάδα («τριαδικοί κανόνες» οκτώ κανόνες κατά τους οκτώ ήχους τής βυζαντινής μουσικής οι οποίοι περιέχουν τροπάρια… … Dictionary of Greek
ԵՐՐՈՐԴԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0704 Chronological Sequence: Unknown date մ. τριαδικῶς Իբրեւ երրորդութիւն. որպէս երեքանձնեայ. *Վերօրհնել ուսանելով երրորդաբար զմի աստուածութիւն. Մաքս. եկեղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)